εἰδωλοποίησε

εἰδωλοποίησε
εἰδωλοποιέω
form an image
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ειδωλοποιώ — ειδωλοποίησα, ειδωλοποιήθηκα, ειδωλοποιημένος, μτβ. 1. κατασκευάζω είδωλα, κάνω κάποιον αντικείμενο αφοσίωσης και λατρείας: Οι μεγάλες κινηματογραφικές εταιρείες ειδωλοποιούν ηθοποιούς. 2. μτφ., λατρεύω κάποιον ως είδωλο: Ειδωλοποίησε τον εραστή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”